- σεράγι
- και σεράι, το, Νβλ. σαράι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαράι — και σαράγι και σεράι και σεράγι, το, Ν 1. (στον ισλαμικό κόσμο) πύργος, ανάκτορο 2. (ειδικά) το ανάκτορο τού σουλτάνου τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ή και άλλων υψηλών αξιωματούχων της 3. μτφ. μεγάλο και πολυτελές οίκημα 4. φρ. «Η απαγωγή από το… … Dictionary of Greek
Δεληγιάννης — Επώνυμο οικογένειας από τα Λαγκάδια της Γορτυνίας. Αρχικά το επώνυμό τους ήταν Παπαγιαννοπούλου. Τα μέλη της έδρασαν κατά τα τέλη του 18ου αι., στα χρόνια της Επανάστασης και μετά από αυτή. 1. Αναγνώστης (1771 – 1856). Αδελφός του Θεόδωρου (βλ. 2 … Dictionary of Greek
sarai — SARÁI s.n. v. serai. Trimis de andreeadima, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 sarái (saráiuri), s.n. – Palat la turci. – var. serai. Mr. sărae. tc. (per.) saray (Eguilaz 493; Şeineanu, II, 314; Lokotsch 1842), cf. ngr. σεράγι … Dicționar Român
σαράι — σαράι, το και σεράγι, το (λ. τουρκ.), παλάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)